- φθινάς
- -άδος, ἡ, Α1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.)2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωσηβ) (χωρίς τη λ. νόσος) συγκέντρωση πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό σημείο τού σώματος, εμπύημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- τού ρ. φθίνω* + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἰκμ-άς, ψεκ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.